- τορπιλ(λ)ίζω
- Ν1. εκσφενδονίζω τορπίλη, χτυπώ με τορπίλη εχθρικό στόχο2. μτφ. υπονομεύω, ανατρέπω, ματαιώνω κάτι με ύπουλες ενέργειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η λ., στον λόγιο τ. απρμφ. τορπιλλίζειν, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.